- αμυστίζω
- ἀμυστίζω (Α) [ἄμυστις]πίνω μονορούφι, με μια γουλιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμυστίζειν — ἀμυστίζω drink at one draught pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠμύστισα — ἀμυστίζω drink at one draught aor ind act 1st sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυστις — ἄμυστις ( ιος και ιδος), η (Α) 1. η δίχως αναπνοή άφθονη πόση, μεγάλη ρουφηξιά, μονορούφι 2. το να πίνει κανείς πολύ, φιλοποσία 3. μεγάλο κύπελλο που χρησιμοποιούσαν οι οράκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυστί. ΠΑΡ. αρχ. ἀμυστίζω] … Dictionary of Greek
εξαμυστίζω — ἐξαμυστίζω (Α) πίνω αμυστί, απνευστί, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αμυστίζω «πίνω μονορούφι»] … Dictionary of Greek
κἀξημύστισεν — ἐξημύστισεν , ἐκ ἀμυστίζω drink at one draught aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξημύστισε — ἐκ ἀμυστίζω drink at one draught aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)